- μεταπράτης
- ο (ΑΜ μεταπράτης) [μεταπιπράσκω]1. λειανοπωλητής2. μεταπωλητής («οι μεταπράτες κερδίζουν αρκετά με τις αυξήσεις τών τιμών»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπράτης — one who re sells masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπράτης — ο ο μεταπουλητής, ο έμπορος που πουλάει εμπορεύματα λιανικώς: Ήταν μεταπράτης σε μια κωμόπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταπράται — μεταπράτης one who re sells masc nom/voc pl μεταπράτᾱͅ , μεταπράτης one who re sells masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπράτην — μεταπράτης one who re sells masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπράτης — ἀναπράτης, ο (Α) μεταπράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπιπράσκω «μεταπουλάω» (πρβλ. μεταπράτης, συμπράτης, ἐλαιοπράτης, ἀρτοπράτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
Έπαρχος, Αντώνιος — (Κέρκυρα 1492 – 1571). Λόγιος. Γόνος ευγενούς οικογένειας της Κέρκυρας, ο Έ. διακρίθηκε κυρίως ως δάσκαλος, αντιγραφέας, συλλέκτης και μεταπράτης χειρογράφων. Από το 1519 έως τον θάνατό του ήταν μέλος του συμβουλίου των ευγενών του νησιού. Με την … Dictionary of Greek
ανθοπώλης — ο (Α ἀνθοπώλης) (θηλ. ἀνθόπωλις και ἀνθοπῶλις, η) αυτός που πουλά λουλούδια, έμπορος ή μεταπράτης λουλουδιών … Dictionary of Greek
αρωματοπράτης — ἀρωματοπράτης, ο (Μ) ο αρωματοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + πράτης < (θ.) πρᾱ , πιπράσκω, πέρνημι «πουλάω» (πρβλ. αργυροπράτης, μεταπράτης κ.ά.)] … Dictionary of Greek
διακαπηλεύω — (Α διακαπηλεύω) [καπηλεύω] 1. είμαι μεταπράτης, είμαι μεταπωλητής, πουλώ λειανικά όπως οι κάπηλοι 2. εξευτελίζω … Dictionary of Greek
ιχθυομετάβολος — ἰχθυομετάβολος, ον (Α) 1. πάπ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυομετάβολος ο ιχθυοπώλης 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰχθυομετάβολα φόρος τών ιχθυοπωλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + μετάβολος «μεταπράτης»] … Dictionary of Greek